"Στην λογοτεχνία δεν υπάρχουν θέματα ταμπού"

[Συνέντευξη του Θοδωρή Τσάκωνα στον Πάνο Γιαννάκαινα]

Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας Θοδωρής Τσάκωνας "μιλάει" με το All Superior Books, σε μια προσπάθεια να εντοπιστεί... Το πέμπτο σημείο του Ορίζοντα!

Απλός και προσηνής, νιώθει "άνετα" με την τεχνολογία, τους νέους και τους προβληματισμούς τους, ενώ δεν παραλείπει να δηλώνει ότι για ανάγνωση καλών βιβλίων χρόνος και... λεφτά υπάρχουν!

Ποιες είναι οι λογοτεχνικές σας «καταβολές»; Ποια αναγνώσματα, ποιοι συγγραφείς σάς σαγήνεψαν και ποιοι από αυτούς πιστεύετε ότι επηρέασαν, στην πορεία, τον τρόπο γραφής σας; 

Από μικρός διάβαζα πολύ. Με γονείς και παπούδες δασκάλους καταλαβαίνεις ότι τα βιβλία στο σπίτι είχαν τον πρώτο λόγο. Μικρός, διάβαζα πολύ τα βιβλία του Ιούλιου Βερν και ό, τι είχε σχέση με την παιδική λογοτεχνία (Ροβινσώνα Κρούσο, Ελ Σιντ κ.λπ.). Μεγαλώνοντας μου άρεσε να διαβάζω Παπαδιαμάντη, Βυζηινό, Βάρναλη αργότερα Καζαντζάκη, Λουντέμη, Σαμαράκη ως επί το πλείστον Έλληνες συγγραφείς. 

Από την ξένη λογοτεχνία μου άρεσαν ιδιαίτερα οι κλασσικοί, (Ουγκώ, Τσέχωφ, Θερβάντες), ωστόσο στην πορεία ξεχώρισα τους Λατινοαμερικάνους συγγραφείς. Μου φαίνονται εξαιρετκά ιδιοφυείς, άμεσοι, διεισδυτικοί και κυρίως ανθρωποκεντρικοί. Αναγνωστικά τουλάχιστον, μου “ταίριαζαν” περισσότερο. Δεν ξέρω εάν και πόσο έχουν επηρεάσει τον τρόπο γραφής μου, αλλά την οπτική συγγραφική μου γωνία και αυτή τη “διαμέσου ματιά” που λέμε, πιστεύω πως αναπόφευκτα την έχουν επηρεάσει.    
 
Έχει επιμόνως υποστηριχθεί ότι στις μέρες μας ο κόσμος «αποφεύγει» τα βιβλία. Όσον αφορά την Ελλάδα, η κρίση αποτέλεσε και αποτελεί ένα σημαντικό επιχείρημα στα χείλη όσων μ’ ευκολία διατείνονται πως «λεφτά δεν περισσεύουν». Σε ποιο βαθμό θα τους δικαιολογούσατε;

Ο κόσμος που αποφεύγει τα βιβλία είναι αυτός που πάντα τα απέφευγε. Δεν είχε αληθινή «σχέση» με τα βιβλία. Το επιχείρημα δεν διαβάζω γιατί δεν έχω χρήματα για βιβλία είναι πρόφαση.   

Σε ένα από τα πολλά baazar βιβλίου -που γίνονται εδώ και δυο χρόνια- αγόρασα πρόσφατα με δέκα ευρώ είκοσι βιβλία. Οι μικρές αγγελίες στις εφημερίδες είναι γεμάτες με ανθρώπους που χαρίζουν βιβλία. Είναι αστείο επιχείρημα για να το λέει κάποιος αυτό. Εάν πάλι εννοεί πως θέλει μεν, αλλά δεν βρίσκει χρόνο, γιατί λόγω της κρίσης τρέχει από το πρωί ως το βράδυ… νομίζω πως πάντα υπάρχει χώρος μέσα στη μέρα για λίγο διάβασμα. Σας βεβαιώ ως ελεύθερος επαγγελματίας που είμαι και καταλαβαίνω πάρα πολύ καλά τι σημαίνει να τρέχεις από το πρωί ως το βράδυ. 

Ο Έκο λέει ότι το βιβλίο, εκτός από κείμενο διασκέδασης και παρηγοριάς, είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο. Όλοι έχουμε ανάγκη τέτοια εργαλεία. Πώς λοιπόν να δικαιολογήσω κάποιον που απορρίπτει με τέτοιου είδους προφάσεις κάτι που δεν έχει ιδέα πόσο χρήσιμο μπορεί να του φανεί; Στο να σκέφτεται, στο να λειτουργεί, στο να συνυπάρχει και μάλιστα μέσα στην κρίση!

Επεκτείνοντας το προηγούμενο ερώτημα, θα ήθελα να «εκτιμήσετε» την σημερινή λογοτεχνική παραγωγή: Υπάρχουν αρκετοί αξιόλογοι συγγραφείς -κι αν όχι, πού το αποδίδετε;

Σε ό,τι αφορά την έκδοση «λογοτεχνικών βιβλίων», την βρίσκω… δυσδιάκριτη. Πρέπει κάποιος να ψάξει πολύ. Αυτό προφανώς οφείλεται στο ότι το λογοτεχνικό βιβλίο εμπεριέχεται σε ό,τι φορά γενικά το βιβλίο, όπου ο κάθε ένας μπορεί πληρώνοντας να εκδώσει. Εξ’ αυτού λοιπόν δεν μιλάμε για παραγωγή, αλλά για «υπερπαραγωγή». 

Για να το διευκρινίσουμε όμως, δεν φταίει μόνο ο εκδιδόμενος. Αυτό είναι μια συνέπεια της κρίσης. Δύσκολα ο εκδότης θα ψάξει να βρει έναν καλό συγγραφέα, που θα τον προωθήσει και θα τον υποστηρίξει με ό,τι αυτό συνεπάγεται οικονομικά... Προτιμάει -δυστυχώς- μια πιο πελατειακή σχέση με κάποιους που θα πληρώσουν την αυτοέκδοση και τις δυο τρεις παρουσιάσεις που θα κάνουν.

Σε ό,τι αφορά αξιόλογους συγγραφείς, φυσικά και υπάρχουν. Πάντα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν σε όλες τις χρονικές στιγμές και περιόδους. Το θέμα είναι πώς τους βρίσκεις, πώς τους ανακαλύπτεις και πώς τους ξεχωρίζεις; Ποιος τους προτείνει, πώς τους κρίνει και με τι κριτήρια. Για παράδειγμα, με κριτικές βιβλίων τους από ανθρώπους που γνωρίζουν τους κανόνες λογοτεχνικής γραφής και γενικότερα της λογοτεχνίας, ή με “like” στο Public και πληρωμένες τεταρτοδέκατες θέσεις στα ευπώλητα των βιβλιοπωλείων; 

Μέσα στη γενικότερη σύγχυση, έχουμε μπερδέψει τη λογοτεχνία με τη συγγραφή. Λογοτέχνες συγγραφείς υπάρχουν και μάλιστα πολύ καλοί. Μεγάλοι και νεώτεροι. Δεν έχει σημασία το πόσοι είναι. Σημασία έχει ότι μοιραία κατηγοριοποιούνται ως συγγραφείς γενικά, με αποτέλεσμα να είναι δυσδιάκριτοι και δυσεύρετοι μέσα σε αυτόν τον «συγγραφικό αχταρμά».

Τελικά η τεχνολογία είναι «φίλος» και «αρωγός» προς τον λογοτέχνη; Θεωρείτε τα λεγόμενα e-books ως μια «απειλή» κατά της «μαγείας» του χαρτιού;

Εάν δούμε την τεχνολογία ως εργαλείο και μόνο, θα έλεγα ότι είναι απαραίτητη τόσο για την πληροφόρηση όσο και για την έρευνα που χρειάζεται ο συγγραφέας. Υπό αυτή την έννοια είναι και φίλος και αρωγός. Ως εκεί όμως! Γιατί αν ένας συγγραφέας πέσει στη παγίδα της Σειρήνας του “copy - paste” (και δυστυχώς πολλοί εσκεμμένα πέφτουν), τότε γίνεται το απόλυτο μέσον της «συγγραφικής αυτογελοιοποίησης».

 Σε ό,τι αφορά τη «μαγεία,» επιτρέψτε μου να σας πω πως είμαι υπέρ της «μαγείας του κειμένου». Το μέσον προβολής -του χαρτιού ή της οθόνης- πιστεύω ότι έχει να κάνει με τον τρόπο που ο αναγνώστης για τους δικούς του λόγους μπορεί να διαβάσει πιο ευχάριστα. 

Προσωπικά έχω μάθει από μικρός να διαβάζω καθιστός και να σημειώνω ή να υπογραμμίζω στο χαρτί με το μολυβάκι μου. Αυτή είναι μια δική μου προσωπική μαγική διαδικασία. Οι νεώτερες γενιές «μαγεύονται» αλλιώς. Για παράδειγμα, ο γιος μου και κάποιοι συμφοιτητές του στην Κομοτηνή διάβασαν την Αγκούσα σε e-book μέσω tablet. Όταν ανέβηκα επάνω και το συζητήσαμε, διαπίστωσα ότι οι παρατηρήσεις τους -άκρως εύστοχες και ουσιώδεις- πέφταν βροχή. Πού να το φανταστώ; Μιλούσα με καμιά δεκαριά τελειόφοιτους της Νομικής με αφορμή το βιβλίο μου μέχρι το ξημέρωμα. Το μέσον λοιπόν σε αυτή την περίπτωση με βοήθησε άμεσα. Τον στόχο μου, να επικοινωνήσω μέσω του βιβλίου μου ως συγγραφέας, τον πέτυχα. Όχι μόνο δεν είδα καμία «απειλή» για εμένα ή το κείμενό μου, αντιθέτως απόλαυσα με το παραπάνω τη μαγεία της επικοινωνίας.

Από πού αντλείτε το περιεχόμενο των διηγημάτων σας; Τι σας ωθεί να γράψετε για απλούς, καθημερινούς ανθρώπους και μάλιστα να αναζητήσετε εναγωνίως την νομοτέλεια που χαρακτηρίζει τις ζωές τους; Αξίζουν πράγματι μια «δεύτερη ευκαιρία» -κι αν ναι, ποιος θα μπορούσε (ιδεατά) να τους την δώσει;

Το περιεχόμενο των διηγημάτων το αντλώ ως επί το πλείστον από πρόσωπα και μικροϊστορίες. Φάτσες και φυσιογνωμίες περαστικές, που θα  μου κάνουν εντύπωση και κυρίως από μια κουβέντα που θα πετάξουν. Τύποι που παραμιλάνε κάτι και μέχρι να το συλλάβεις, να το εξηγήσεις και να το καταλάβεις, έχουν στρίψει τη γωνία ή έχουν μπει σε ένα λεωφορείο και έχουν εξαφανιστεί. Σαν να μην υπήρξαν, σαν να ήταν ιδέα σου. Αλήθεια και πλάνη συγχρόνως. Αυτό που λέει ο Κασσάρες «το μείγμα που πυροδοτεί τις καλύτερες προφητείες». 

Αυτό που με ιντριγκάρει -αν θέλετε- είναι αυτό που υποστηρίζουν και πράττουν ουσιαστικά οι ήρωές μου, αφού… τους ελευθερώσω.

Πιστεύω πως οι περισσότεροι άνθρωποι, ως ψυχές, αναζητούν μια δεύτερη ευκαιρία. Είτε  για να διορθώσουν λάθη που έκαναν είτε για να κάνουν τα ίδια με άλλον τρόπο. Απλά δεν υπάρχει ιδεατό. Αυτό είναι που θέλω να δείξω. Πίστευα πραγματικά ότι «ο συγγραφέας είναι ένας μικρός Θεός», όπως έλεγε ο Μουρσελάς διά στόματος Βασίλη Διαμαντόπουλου, «…που ορίζει τα δημιουργήματά του όπως θέλει». 

Μέσα από αυτά τα διηγήματα όμως διαπίστωσα πως, αν θέλεις ο χαρακτήρας του ήρωα να είναι αληθινός, θα πρέπει να τον ελευθερώσεις. Αν τον ελευθερώσεις, θα γίνει τόσο αληθινός που θα σε παρασύρει να τον πιστέψεις. Και τότε θα σε πάει εκεί που θέλει εκείνος. Εκεί κρύβεται η μαγεία για εμένα. Αν αυτό θελήσω να το εμποδίσω ή να το αλλάξω, αισθάνομαι πως… του παίρνω την ψυχή.

Το μυθιστόρημά σας "Η αγκούσα" έτυχε θετικότατης κριτικής και αγαπήθηκε από τους αναγνώστες σε βαθμό… υστερίας! Γιατί το Κυπριακό και η τραγωδία που το συνοδεύει «εκπόρθησε» το ενδιαφέρον ενός λογοτέχνη που έχει να παρουσιάσει ένα και μοναδικό -μέχρι στιγμής, βέβαια- ολοκληρωμένο μυθιστόρημα; Πιστεύετε ότι, μετά από τόσα χρόνια, το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για την τραγωδία των Κυπρίων παραμένει αμείωτο;

Ξεκινώντας από την τελευταία σας παρατήρηση, επιτρέψτε μου να πω πως το ενδιαφέρον του κοινού γενικότερα περί «Κυπριακού» μειώνεται όλο και περισσότερο. Παράδειγμα, οι τελευταίες ελάχιστες και επιγραμματικές σχεδόν από τα ΜΜΕ αναφορές στις 20 Ιουλίου, που συμπληρώθηκαν σαράντα χρόνια από την ημέρα της εισβολής του Αττίλα στην Κύπρο. Πρόκειται αναμφισβήτητα για την μεγαλύτερη τραγωδία - ντροπή στην Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας.

Αυτό που μου κίνησε όμως πραγματικά το ενδιαφέρον και με ώθησε στο να γράψω την Αγκούσα ήταν οι τόσο ίδιες και απαράλλαχτες παθογένειες της εποχής. Επαναλαμβάνονταν με τέτοια ακρίβεια και συνέπεια, απλά με διαφοροποιημένη μορφή, που ξεγέλαγαν. 

Πολιτικές αντιπαραθέσεις, σκάνδαλα, παρακράτος, αναβρασμός, μνημόνιο - χούντα κ.λπ. Τι άλλο θα έπρεπε να δει κάποιος προκειμένου να καταλάβει πως όπου να ‘ναι θα μιλάμε για μια νέου τύπου… εισβολή. Η ιστορία επαναλαμβανόταν σαν ίωση.

Η αποδοχή της αγκούσας πιστεύω ότι ήταν αυτή, δεδομένου ότι όλη η ιστορία της  σύγχρονης Ελλάδας πέρναγε μέσα από έναν άνθρωπο. Έναν ανυποψίαστο φοιτητή που πήγε φαντάρος στην ΕΛΔΥΚ, στην Κύπρο, είχε «βίσμα» τον Μακάριο, βρέθηκε στο Α2 του Επιτελείου και άθελά του έμαθε όλη την αλήθεια για την προδοσία. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, οι μυστικές υπηρεσίας αποφάσισαν να του κλείσουν το στόμα, δεδομένου ότι ήταν ο μόνος που γνώριζε. Κάντε αντιπαραβολή με σημερινά γεγονότα, σαράντα χρόνια μετά, βάλτε το φόντο της σημερινής εποχής και θα αντιληφθείτε πόσο εύκολο είναι ένας απλός άνθρωπος, αν ταυτιστεί με τον ήρωα, να καταλάβει τι ευθύνη του αναλογεί σε όσα του καταλογίζουν, και τι βάρος της Ιστορίας που δεν του αναλογεί τον έχουν ζέψει να κουβαλάει οι διάφοροι... εθνοσωτήρες - πολιτικοί ήρωες!
  
Προσωπικά θα ήθελα από εσάς ένα ακόμη μυθιστόρημα (ή έστω μια «χορταστική» νουβέλα) για να ολοκληρώσω τις εντυπώσεις μου. Ετοιμάζετε κάτι για το άμεσο μέλλον;

Προς το παρόν, ολοκληρώνω μία νουβέλα. Είμαι στο στάδιο των διορθώσεων. Δεν μπορώ να σας πω αν είναι «χορταστική», άλλωστε αυτό προσδιορίζεται από την… όρεξη. Γενικότερα όμως, όταν ξεκινάω να γράψω κάτι, δεν θέλω να το προσδιορίσω. Αυτό προσδιορίζεται από αυτά που θέλω να πω. Θα γράψω μόνο όσα πρέπει να πω. 

Για εμένα αυτό είναι κανόνας. Αν είναι λίγα, θα επικεντρωθώ στον τρόπο γραφής και δομής του διηγήματος ή της νουβέλας. Αν πάλι χρειάζεται να ανοίξω το κείμενο, θα γράψω μυθιστόρημα. Η Αγκούσα ξεκίνησε μικρό κείμενο, αλλά υπήρξε ανάγκη στοιχείων και πληροφοριών που σίγουρα έπρεπε να γνωρίζει ο αναγνώστης. Πάντως θα ήθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα που έχω στα σκαριά με θέμα τον εμφύλιο. Άλλη… ίωση. Αφορά πραγματικά σε πρόσωπα και γεγονότα -και δεν θα ήθελα να βιαστώ, δεδομένου ότι κάποιοι «ήρωες» ζουν… στο σπίτι μου! 

Υπάρχει μια τεράστια θεματολογία, ένα ατέλειωτο «πηγάδι» απ’ όπου οι λογοτέχνες αντλούν τα σενάρια, τους ήρωες, την πλοκή. Έχετε ποτέ σκεφτεί ποιο θέμα για εσάς θα αποτελούσε «ταμπού», ποιο είδος ίσως δεν θα ακουμπούσατε ποτέ με την γραφίδα σας;

Δεν πιστεύω πως στην λογοτεχνία υπάρχουν θέματα που να αποτελούν «ταμπού». Αυτό το επιβεβαίωσα όταν αποφάσισα να κάνω έρευνα και να γράψω την Αγκούσα. Μιλούσα για τον «κλειστό φάκελο της Κύπρου». 

Οι πηγές και οι πληροφορίες μου ήταν από σωματοφύλακες του Μακάριου και πολεμιστές της ΕΛΔΥΚ, μέχρι και ανθρώπων της τότε ΚΥΠ. Ακόμη και αυτοί δεν είχαν κανένα πρόβλημα να μιλήσουν και να εκφέρουν τη δική τους άποψη. 

Ωστόσο δεν σας κρύβω τις επιφυλάξεις και τη διστακτικότητα που είχαν δύο εκδότες, προκειμένου να προχωρήσουν στην έκδοση της Αγκούσας, παρ’ όλο που ως μυθιστόρημα τους άρεσε πάρα πολύ. Πιστεύω πως η Αγκούσα μού έδωσε ακριβώς αυτή την δυνατότητα: Να μη σκέφτομαι φοβικά, απέναντι σε αυτό που επιλέγω να ψάξω καλύτερα, να καταπιαστώ και να γράψω. 

Οτιδήποτε αποτελεί «ταμπού» για τους άλλους, πιστεύω πως για τη λογοτεχνία θα είναι πάντα μια καλή αφορμή έμπνευσης, αναζήτησης και προβληματισμού... 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...